αποδιοπομπαίος


αποδιοπομπαίος
Προφορά

Ετυμολογία
αποδιοπομπαίος από το αρχαία ελληνικό ρήμα ἀποδιοπομποῦμαι (= αποτρέπω επικείμενα κακά με παρακλητικές θυσίες στο Δία)

Ερμηνεία
αποδιοπομπαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) εύχρ. στη φρ. αποδιοπομπαίος τράγος, για άνθρωπο που διώχνεται από παντού ή του επιρρίπτουν τις ευθύνες των άλλων: μας χρησιμεύει ακόμη και σαν αποδιοπομπαίος τράγος, φορτωμένος τα σφάλματά μας (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.