απλός
Προφορά
Ετυμολογία
απλός μεσαιωνική ελληνική ἁπλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απλός -ή, -ό
✦ (συγκρ. απλούστερος, υπερθ. απλούστατος) μη σύνθετος, μονός: απλή γραμμή
✦ εύκολος: απλή υπόθεση
✦ απέριττος: απλό ύφος
✦ φυσικός, άδολος, ειλικρινής: απλός άνθρωπος
✦ αφελής, απλοϊκός
✦ (γραμμ.) απλές λέξεις, εκείνες από τις οποίες σχηματίζονται οι σύνθετες και οι παράγωγες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
απλά, με απλό τρόπο:συμπεριφέρεται απλά,απλώς μόνο:απλώς δεν έχουν την ικανότητα να κατανοούν τι χρειάζεται ο λαός