αποθέτω
Προφορά
Ετυμολογία
αποθέτω μεσαιωνική ελληνική ἀποθέτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποθέτω
✦ αφήνω καταγής
✦ τοποθετώ στη θέση του κάτι που κρατώ
✦ αποταμιεύω
✦ (μτφ. ) στηρίζω: σ’ αυτό το παιδί έχει αποθέσει τις ελπίδες της
Συνώνυμα
απιθώνω, ακουμπώ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–