απλασία


απλασία
Προφορά

Ετυμολογία
απλασία ἀ στερητικό + πλάσσω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απλασία

(ιατρ.) η εκ γενετής ελλιπής διαμόρφωση τμήματος του σώματος, δυσπλασία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.