απήχηση


απήχηση
Προφορά

Ετυμολογία
απήχηση μεταγενέστερη ελληνική ἀπήχησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απήχηση

✦ αντίλαλος
(μτφ. ) αντίκτυπος κάποιου γεγονότος
✦ η προκαλούμενη εντύπωση, συνήθως με την έννοια της αποδοχής: ο λόγος του είχε μεγάλη απήχηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.