αποδεσμεύω


αποδεσμεύω
Προφορά

Ετυμολογία
αποδεσμεύω μεταγενέστερη ελληνική ἀποδεσμεύω

Ερμηνεία
ρήμα αποδεσμεύω

✦ απαλλάσσω κάποιον από δέσμευση, απελευθερώνω: προσευχή αδιάλειπτη… που αποδεσμεύει την ψυχή από τις καιρικές φροντίδες και από την περηφάνια (Γ. Θεοτοκάς)
✦ ανακαλώ την εντολή δέσμευσης για κατάθεση χρημάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.