αποβγάζω


αποβγάζω
Προφορά

Ετυμολογία
αποβγάζω από + βγάζω

Ερμηνεία
αποβγάζω

✦ κ. -βγάνω ρ. (απόβγ-αλα, -άλθηκα, -αλμένος) διώχνω, απομακρύνω
✦ συνοδεύω, ξεπροβοδίζω: καθώς τους απόβγαζα στην εξώπορτα (Γ. Θεοτοκάς)
✦ βγάζω τελείως, συμπληρώνω την αφαίρεση ή την απόσπαση ενός πράγματος: απόβγαλε τα γάντια του, όταν τελείωσε το τηλεφώνημα (τα είχε ήδη μισοβγάλει)
✦ τιμωρώ: αν μ’ έχει πλάσει λεύτερο κι όχι σκλάβο αποβγαλμένο (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.