απιστώ
Προφορά
Ετυμολογία
απιστώ αρχαία ελληνική ἀπιστῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απιστώ -είς, -εί
✦ δεν πιστεύω εύκολα, αμφιβάλλω, δυσπιστώ
✦ παραβαίνω τις συμφωνίες ή τις υποχρεώσεις μου: απίστησε στο λόγο του
✦ (ειδ.) παραβαίνω τη συζυγική πίστη
✦ δολιεύομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–