απλεύριστος
Προφορά
Ετυμολογία
απλεύριστος ἀ στερητικό + πλευρίζω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απλεύριστος -η, -ο
✦ αυτός που δεν πλεύρισε, δεν πλησίασε σε κάτι, ιδ. για πλοίο που δεν πλησίασε την προκυμαία
✦ (μτφ. ) αυτός τον οποίο δεν πλεύρισαν, δεν τον πλησίασαν με τρόπο για κακό σκοπό
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–