απίκου
Προφορά
Ετυμολογία
απίκου └ιταλ┘a picco (= καθέτως)
Ερμηνεία
απίκου
✦ κ. απίκου επίρρ. η θέση της άγκυρας που δεν έχει ακόμα ανασπασθεί από το βυθό αλλά της οποίας η αλυσίδα έχει ήδη πάρει κατακόρυφη θέση
✦ (μτφ. ) είμαι απίκο, έτοιμος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–