απόγειος


απόγειος
Προφορά

Ετυμολογία
απόγειος αρχαία ελληνική ἀπόγειος

Ερμηνεία
επίθετο┘ απόγειος -α, -ο

✦ που πνέει από την ξηρά: απόγεια αύρα – τα καράβια ένα ένα είχαν υψώσει τα πανιά που φούσκωναν με τον δροσερό απόγειο (Άγγ. Βλάχος)

Συνώνυμα
στεριανός
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.