απλώνω


απλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
απλώνω μεσαιωνική ελληνική ἁπλώνω από τα αρχαία ελληνικά ἁπλόω

Ερμηνεία
ρήμα απλώνω

✦ εκτείνω σε μήκος: απλώνω το χέρι
✦ ανοίγω, αναπτύσσω κάτι ώστε να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, ξεδιπλώνω
✦ εκθέτω κάτι νωπό ή υγρό στο ύπαιθρο για να στεγνώσει
✦ (μέσ.) απλώνομαι, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι: η Αθήνα απλώνεται ολοένα περισσότερο προς όλες τις μεριές (Γ. Θεοτοκάς)
✦ φρ. απλώνω το χέρι πάνω σε κάποιον, σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.