απογαλακτίζω
Προφορά
Ετυμολογία
απογαλακτίζω μεταγενέστερη ελληνική ἀπο-γαλακτίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απογαλακτίζω
✦ σταματώ το θηλασμό, παύω να γαλουχώ βρέφος, το αποκόβω
✦ (μτφ. ιδ. το μέσ.) αποδεσμεύομαι, απομακρύνομαι από πόλο εξάρτησης
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–