απόθεμα
Προφορά
Ετυμολογία
απόθεμα αποθέτω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το απόθεμα
✦ ό,τι σχηματίστηκε σιγά σιγά, με απόθεση: στην περιοχή υπάρχουν αποθέματα αλουμινίου
✦ ό,τι τοποθετείται κατά μέρος για μελλοντική χρήση, αποταμίευμα: με το φθινόπωρο, άρχισαν να σώνονται τα αποθέματα των τροφίμων (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–