απίσχνανση


απίσχνανση
Προφορά

Ετυμολογία
απίσχνανση από το ρ. απισχναίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η απίσχνανση

✦ λέπτυνση του σώματος, αδυνάτισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
πάχυνση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.