αποδεκατίζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποδεκατίζω μεταγενέστερη ελληνική ἀποδεκατίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποδεκατίζω
✦ εισπράττω το φόρο της δεκάτης
✦ (μτφ. ) προκαλώ μεγάλη καταστροφή: μίλησαν για αποδεκατισμένα τάγματα του αυτοκρατορικού στρατού (Ρέα Γαλανάκη)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–