αποζητώ


αποζητώ
Προφορά

Ετυμολογία
αποζητώ μεσαιωνική ελληνική ἀποζητῶ

Ερμηνεία
ρήμα αποζητώ -άς, -ά

✦ αναζητώ, ζητώ κάτι ή κάποιον εναγωνίως: άλλοι αποζητούν να τους θυμούνται οι ζωντανοί (Γ. Σεφέρης)
✦ επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα, ιδ. πρόσωπο, νοσταλγώ: ποτέ κανείς από τους δυο δε θα παραδεχόταν… πως αυτός αποζήτησε τον άλλον (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα
αποθυμώ
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.