απόγειο
Προφορά
Ετυμολογία
απόγειο └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. ἀπόγειος, -ος, -ον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το απόγειο
✦ η μέγιστη απόσταση ενός ουράνιου σώματος από τη γη
✦ (μτφ. ) το ύψιστο σημείο ακμής, αποκορύφωμα
Συνώνυμα
ζενίθ
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–