απερίσκεπτος


απερίσκεπτος
Προφορά

Ετυμολογία
απερίσκεπτος αρχαία ελληνική ἀπερίσκεπτος

Ερμηνεία
απερίσκεπτος

✦ κ. απερίσκεφτος, -η, -ο επίθ. (Κ -πτος, -ος, -ον) ο χωρίς περίσκεψη, αστόχαστος: απερίσκεπτη ενέργεια – συμπεριφορά

Συνώνυμα
ασύνετος, ασυλλόγιστος, άμυαλος
Αντίθετα
στοχαστικός, φρόνιμος, μυαλωμένος
Επιρρήματα
απερίσκεπτα κ.απερίσκεφτα (Κ απερισκέπτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.