αποβάλλω


αποβάλλω
Προφορά

Ετυμολογία
αποβάλλω αρχαία ελληνική ἀποβάλλω

Ερμηνεία
ρήμα αποβάλλω

✦ ρίχνω από πάνω μου: αποβάλλω τα ενδύματα – η κυβέρνηση απέβαλε το προσωπείο (έδειξε το πραγματικό της πρόσωπο)
✦ ρίχνω μακριά
✦ απορρίπτω, παρατώ
✦ διώχνω, απομακρύνω: τον απέβαλαν από το σχολείο – απεβλήθη της αιθούσης
✦ (για γυναίκες) κάνω αποβολή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.