αποδοκιμάζω
Προφορά
Ετυμολογία
αποδοκιμάζω αρχαία ελληνική ἀποδοκιμάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποδοκιμάζω
✦ αρνιέμαι να δεχτώ, απορρίπτω
✦ εκφράζω την αντίθεσή μου με φωνές, χειρονομίες ή άλλες εκδηλώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
επιδοκιμάζω, εγκρίνω, επικροτώ
Επιρρήματα
–