αποβλάκωμα


αποβλάκωμα
Προφορά

Ετυμολογία
αποβλάκωμα από το ρ. αποβλακώνω

Ερμηνεία
αποβλάκωμα

✦ (Κ αποβλάκωσις, -εως) η κατάσταση του αποβλακωμένου, ηλιθιότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.