αποθαλασσώνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
αποθαλασσώνομαι μεσαιωνική ελληνική ἀποθαλασσόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αποθαλασσώνομαι
✦ ανυψώνομαι εγκαταλείποντας την επιφάνεια της θάλασσας: το υδροπλάνο αποθαλασσώθηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προσθαλασσώνομαι
Επιρρήματα
–