απογραφέας


απογραφέας
Προφορά

Ετυμολογία
απογραφέας αρχαία ελληνική ἀπογραφεύς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η απογραφέας

✦ αυτός που κάνει απογραφή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.