αποζευγνύω
Προφορά
Ετυμολογία
αποζευγνύω αρχαία ελληνική ἀποζεύγνυμι και ἀπο-ζευγνύω
Ερμηνεία
αποζευγνύω
✦ κ. αποζεύω ρ. (απέζ-ευξα, -εύχθην κ. αποζεύτηκα, αποζευγμένος) λύνω τα υποζύγια από το ζυγό, ξεζεύω
✦ (μτφ. ) αποσυνδέω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–