απερίφραχτος


απερίφραχτος
Προφορά

Ετυμολογία
απερίφραχτος μεσαιωνική ελληνική ἀπερίφρακτος

Ερμηνεία
απερίφραχτος

✦ κ. απερίφραχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ος, -ον) ο χωρίς περίφραξη: απερίφρακτο κτήμα

Συνώνυμα
αμάντρωτος
Αντίθετα
περιφραγμένος, μαντρωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.