απογαλακτισμός


απογαλακτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
απογαλακτισμός απογαλακτίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο απογαλακτισμός

✦ διακοπή του θηλασμού, της γαλουχίας
(μτφ. ) αποδέσμευση, ανεξαρτητοποίηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.