απλοχέρης
Προφορά
Ετυμολογία
απλοχέρης κατά Ανδριώτη απλός + χέρι• κατά Φ. Κουκουλέ απλώνω + χέρι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απλοχέρης -α, -ικο
✦ που απλώνει το χέρι για να προσφέρει
✦ (μτφ. ) γενναιόδωρος
Συνώνυμα
ανοιχτοχέρης
Αντίθετα
σφιχτοχέρης
Επιρρήματα
–