απερπάτητος


απερπάτητος
Προφορά

Ετυμολογία
απερπάτητος ἀ στερητικό + περπατώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ απερπάτητος -η, -ο

✦ που δεν περπάτησε ή δεν τον περπάτησαν
(μτφ. ) ο χωρίς πείρα του κόσμου, άβγαλτος

Συνώνυμα
περπατημένος, ξεβγαλμένος
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.