αποδρομή


αποδρομή
Προφορά

Ετυμολογία
αποδρομή ἀποδραμεῖν του ἀποτρέχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποδρομή

✦ η λ. χρησιμοποιείται στην ιατρική ορολογία για να δηλώσει ότι μια νόσος ή σύμπτωμα βαίνει προς το τέλος, πλησιάζει προς την ίαση, τείνει να εξαφανιστεί: η νόσος βρίσκεται σε αποδρομή – η αποδρομή του βήχα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.