αποθαμένος


αποθαμένος
Προφορά

Ετυμολογία
αποθαμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος αποθαίνω

Ερμηνεία
αποθαμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. νεκρός, πεθαμένος: να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους (δημ. τραγούδι) – τ’ αποθαμένου γονιού μόνο τα καλά θυμάται το παιδί (Διδώ Σωτηρίου)
✦ πληθ. ουδ. τ’ αποθαμένα, οι νεκροί συγγενείς κάποιου· εύχρ. στη φρ. να σχωρεθούν τ’ αποθαμένα σου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.