απευθείας
Προφορά
Ετυμολογία
απευθείας από + ευθεία
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ απευθείας
✦ (Κ απ’ ευθείας) αμέσως, χωρίς μεσολαβήσεις ή ενδιάμεσες φάσεις ή ενέργειες: να γράψεις απευθείας στον πρωθυπουργό
✦ απευθείας μετάδοση, για ραδιοφωνική ή τηλεοπτική αναμετάδοση ακροάματος ή θεάματος κατά το χρόνο που τελείται, ά. ζωντανός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μαγνητοσκοπημένος
Επιρρήματα
–