αποζημιώνω


αποζημιώνω
Προφορά

Ετυμολογία
αποζημιώνω από + ζημιώνω

Ερμηνεία
ρήμα αποζημιώνω

✦ πληρώνω τη ζημιά
✦ (γεν.) ικανοποιώ, ανταμείβω: πρέπει να αποζημιωθεί για τους κόπους της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.