αποδεικτικός


αποδεικτικός
Προφορά

Ετυμολογία
αποδεικτικός αρχαία ελληνική ἀποδεικτικός

Ερμηνεία
αποδεικτικός

✦ κ. αποδειχτικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -κτικός, -ή, -όν) που αποδείχνει κάτι
✦ ουδ. το αποδεικτικό(ν) ως ουσ., έγγραφο, με το οποίο βεβαιώνεται κάτι: το αποδεικτικό της παραλαβής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.