απλάκωτος
Προφορά
Ετυμολογία
απλάκωτος ἀ στερητικό + πλακώνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ απλάκωτος -η, -ο
✦ αυτός που δεν καταπλακώθηκε, ο μη πιεζόμενος κάτω από μεγάλο βάρος
✦ αυτός που δεν έχει πλακοστρωθεί
✦ ασυνουσίαστος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–