αποδιδράσκω


αποδιδράσκω
Προφορά

Ετυμολογία
αποδιδράσκω αρχαία ελληνική ἀποδιδράσκω

Ερμηνεία
ρήμα αποδιδράσκω

✦ δραπετεύω, φεύγω κρυφά, ιδ. από χώρο όπου ήμουν εγκλεισμένος ή περιορισμένος: απέδρασε από τις φυλακές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.