απογειώνομαι
Προφορά
Ετυμολογία
απογειώνομαι απόγειος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ απογειώνομαι
✦ αφήνω το έδαφος και ανυψώνομαι στον αέρα: το αεροπλάνο απογειώθηκε κατά το μεσημέρι
✦ (μτφ. ) μεταρσιώνομαι, απομακρύνομαι από τα γήινα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
προσγειώνομαι
Επιρρήματα
–