αποδίδω
Προφορά
Ετυμολογία
αποδίδω αρχαία ελληνική ἀποδίδωμι
Ερμηνεία
αποδίδω
✦ κ. αποδίνω ρ. (απέδ-ωσα κ. απόδ-ωσα κ. -ωκα, αποδόθηκα, αποδοσμένος) δίνω πίσω κάτι που χρωστώ
✦ απονέμω
✦ καταλογίζω: του αποδίδεται δόλος
✦ ερμηνεύω: δεν αποδίδει σωστά το νόημα του πρωτοτύπου
✦ παράγω ικανοποιητικό έργο
✦ αποφέρω κέρδος ή εισόδημα
✦ έχω καλό αποτέλεσμα, καρποφορώ: οι προσπάθειές του δεν απέδωσαν
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–