αποβάθρα


αποβάθρα
Προφορά

Ετυμολογία
αποβάθρα αρχαία ελληνική ἀποβάθρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αποβάθρα

✦ σανίδα ή κλίμακα για απόβαση, σκάλα
✦ τόπος κατάλληλα διαμορφωμένος για την άνετη επιβίβαση ή αποβίβαση επιβατών των πλοίων και των σιδηροδρόμων και τη διακίνηση εμπορευμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.