αποβιομηχάνιση
Προφορά
Ετυμολογία
αποβιομηχάνιση αποβιομηχανίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αποβιομηχάνιση
✦ κατάργηση ή ατόνηση των βιομηχανικών μεθόδων παραγωγής
✦ αφαίρεση του βιομηχανικού χαρακτήρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εκβιομηχάνιση
Επιρρήματα
–