αποδυτήριο
Προφορά
Ετυμολογία
αποδυτήριο αρχαία ελληνική ρ. ἀποδύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αποδυτήριο
✦ εύχρ. ιδ. στον πληθ. αποδυτήρια, χώρος σε στάδιο, γυμναστήριο, λουτρική εγκατάσταση κτλ. όπου γδύνονται οι αθλούμενοι ή οι λουόμενοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–