αποδεδειγμένος Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply αποδεδειγμένοςΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/1/αποδεδειγμένος.mp3Ετυμολογίααποδεδειγμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος αποδεικνύω Ερμηνεία αποδεδειγμένος ✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) αυτός που έχει αποδειχθεί, ο εξακριβωμένος Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–