άπιστος


άπιστος
Προφορά

Ετυμολογία
άπιστος αρχαία ελληνική ἄπιστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ άπιστος -η, -ο

✦ δύσπιστος, φιλύποπτος
✦ αυτός που δεν πιστεύει στο Θεό
✦ αναξιόπιστος
✦ αυτός που παραβαίνει τη συζυγική πίστη

Συνώνυμα
άθεος, άθρησκος
Αντίθετα
εύπιστος ,πιστός, αφοσιωμένος
Επιρρήματα
άπιστα (Κ απίστως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.