Α

άθυρμα αιμορροϊδικός
αθυρματοποιία αιμορροφιλία
αθυρματοποιός αιμορροφιλικός
άθυρος αιμορροώ
αθυροστομία αιμοσταγής
αθυρόστομος αιμόσταση
αθυροστομώ αιμοστασία
αθυσίαστος αιμοστατικός
αθωνικός αιμοσφαιρίνη
αθωνίτης αιμοσφαίριο
αθωνίτιδα αιμοφιλία
αθωνίτικος αιμοφιλικός
αθώος αιμοφόρος
αθωότητα αιμόφυρτος
αθώπευτος αιμοχαρής
αθωράκιστος αιμοχρωστικός
αθώρητος αιμωδία
αθωώνω αιμωδίαση
αθώωση αιμωδιώ
αθωωτής αινέσιμος
αθωωτικός αινετός
αθωώτρια αίνιγμα
αϊ αινιγματικός
Αϊ- αινιγματικότητα
αίγα αινιγματογραφία
αιγάγρειος αινιγματογράφος
αίγαγρος αινιγματολύτης
αιγαιοπελαγίτικος αινιγματολύτρια
αιγαίος αινιγματοποιός
αίγειρος αινιγματώδης
αιγιακός αίνος
αιγιαλίτης άιντε
αιγιαλίτιδα αινώ
αιγιαλός αιξ
αιγίδα αιολικός
αιγκρέττα αιπόλος
αίγλη αίρα
αιγοβοσκός αίρεση
αιγόδερμα αιρεσιάρχης
αιγόκερος αιρεσιαρχία
αιγοπρόβατα αιρέσιμος
αιγότριχος αιρεσιώτης
αιγοτροφία αιρεσιώτις
αιγοτρόφος αιρετικός
αιγυπτιακός αιρετός
αιγυπτιολογία αιρκοντίσιον
αιγυπτιολογικός αίρμπας
αιγυπτιολόγος αίρω
αιδεσιμότατος αισθάνομαι
αιδεσιμότητα αισθαντικός
αϊδημητριάτικος αισθαντικότητα
αιδημοσύνη αίσθημα
αιδήμων αισθηματίας
αΐδιος αισθηματικός
αιδοιικός αισθηματικότητα
αιδοίο αισθηματισμός
αιδοιοκολπικός αισθηματολογία
αιδοιολείκτης αισθηματολογώ
αιδοιολειξία αισθηματοποιώ
αιδοιοσκόπηση αίσθηση
αιδοιοσκοπία αισθησιακός
αιδούμαι αισθησιαρχία
αιδώς αισθησιαρχικός
αιθάλη αισθησιασμός
αιθαλομίχλη αισθησιοκρατία
αιθαλωτός αισθησιοκρατικός
αιθέρας αισθητηριακός
αιθέριος αισθητήριο
αιθεροβάμων αισθητήριος
αιθεροβάτης αισθητής
αιθεροβατώ αισθητική
αιθεροειδής αισθητικός
αιθερολογία αισθητικότητα
αιθερολόγος αισθητισμός
αιθερώδης αισθητοποίηση
αιθήρ αισθητοποιώ
αιθιοπικός αισθητός
αίθουσα αισθητότητα
αιθουσάρχης αισιοδοξία
αιθρία αισιόδοξος
αιθριάζω αισιοδοξώ
αιθρίασμα αίσιος
αίθριο αίσχιστος
αίθριος αίσχος
αιθυλένιο αισχρογράφημα
αιθυλικός αισχρογράφος
αιθύλιο αισχροέπεια
αιλουροειδής αισχροεπής
αίλουρος αισχροήθεια
αίμα αισχροκέρδεια
αιμαγγείωμα αισχροκερδής
αιμασιά αισχροκερδώ
αιμάσσω αισχρολόγημα
αιματέμεση αισχρολογία
αιματένιος αισχρολογικός
αιματηρός αισχρόλογο
αιματηρότητα αισχρολόγος
αιματικός αισχρολογώ
αιμάτινος αισχρός
αιματοβαμμένος αισχρότητα
αιματόβρεκτος αισχρούργημα
αιματόβρεχτος αισχρουργία
αιματογενής αισχρουργός
αιματογόνος αισχρουργώ
αιματοειδής αισχύλειος
αιματοκρίτης αισχυλικός
αιματοκυλίζω αισχύνη
αιματοκύλισμα αισχύνομαι
αιματοκυλώ αισχυντηλός
αιματολογία αισώπειος
αιματολογικός αίτημα
αιματολόγος αίτηση
αιματοπότης αιτητικός
αιματοπότιστος αιτία
αιματόρροια αιτιάζομαι
αιματοστάλαχτος αιτιαρχία
αιματουρία αιτίαση
αιματόχροος αιτιατική
αιματόχρωμος αιτιατός
αιματοχυσία αίτιο
αιματώδης αιτιοκρατία
αιμάτωμα αιτιοκρατικός
αιματώνω αιτιολόγηση
αιμάτωση αιτιολογία
αιμοβορία αιτιολογικός
αιμοβόρικος αιτιολογώ
αιμοβόρος αίτιος
αιμοδιψής αιτιότητα
αιμοδοσία αιτιώδης
αιμοδότης αιτιώμαι
αιμοδότρια αϊτόπουλο
αιμοδυναμική αϊτός
αιμοκάθαρση αιτώ
αιμοληψία αιτωλικός
αιμολυσία αίφνης
αιμολυτικός αιφνιδιάζω
αιμομίκτης αιφνιδιασμός
αιμομικτικός αιφνιδιαστικός
αιμο-μίκτρια αιφνίδιος
αιμομιξία αιχμαλωσία
αιμομίχτης αιχμαλωτίζω
αιμοπετάλιο αιχμαλώτιση
αιμοποιητικός αιχμάλωτος
αιμόπτυση αιχμή
αιμορραγία αιχμηρός
αιμορραγικός αιχμηρότητα
αιμορραγιογόνος αιχμικός
αιμορραγώ αιχμοειδής
αιμόρροια αιώνας
αιμορροΐδα αιώνιος