αιδημοσύνη
Προφορά
Ετυμολογία
αιδημοσύνη μεταγενέστερη ελληνική αἰδημοσύνη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αιδημοσύνη
✦ ντροπαλοσύνη, συστολή, σεμνότητα: ας έχουμε, τουλάχιστο, την αιδημοσύνη να μη βαφτίζουμε κι από πάνω την ικεσία ελέους κι ελεημοσύνης «ανεξαρτησία» (Μ. Πλωρίτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αυθάδεια
Επιρρήματα
–