αιφνιδιασμός


αιφνιδιασμός
Προφορά

Ετυμολογία
αιφνιδιασμός αιφνιδιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αιφνιδιασμός

✦ αιφνιδιαστική ενέργεια, ξαφνικό διάβημα
✦ (ειδ. στρατ.) αιφνιδιαστική, απρόβλεπτη επίθεση και το αποτέλεσμά της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.