αιχμάλωτος
Προφορά
Ετυμολογία
αιχμάλωτος αρχαία ελληνική αἰχμάλωτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αιχμάλωτος -η, -ο
✦ ο παραδομένος στον εχθρό, που έπεσε στα χέρια του εχθρού
✦ (μτφ. ) ο υποταγμένος στη θέληση άλλου, υποχείριος, δέσμιος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–