αιτιατός
Προφορά
Ετυμολογία
αιτιατός αρχαία ελληνική αἰτιατός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αιτιατός -ή, -ό
✦ ο οφειλόμενος σε κάποια αιτία
✦ το ουδ. αιτιατό(ν) ως ουσ., το αποτέλεσμα μιας αιτίας (συνήθως σε αντίθεση προς το αίτιο)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–