αιθέριος


αιθέριος
Προφορά

Ετυμολογία
αιθέριος αρχαία ελληνική αἰθέριος

Ερμηνεία
επίθετο┘ αιθέριος -ια, -ιο

✦ ο του αιθέρα, που βρίσκεται στον αιθέρα
✦ ο λεπτός, διάφανος, ανάλαφρος σαν αιθέρας: και κάποτ’ αιθέρια εφηβική μορφή επάνω από τους λόφους σου περνά (Κ. Καβάφης) – αιθέρια ομορφιά
✦ ο εξατμιζόμενος: αιθέρια έλαια
✦ τα αιθέρια ως ουσ., ο αιθέρας: έτσι για να βγω προς τα γαλάζια αιθέρια (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.