αίνιγμα
Προφορά
Ετυμολογία
αίνιγμα αρχαία ελληνική αἴνιγμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αίνιγμα
✦ ασαφής φράση με δυσεξήγητο νόημα
✦ (μτφ. ) καθετί το αβέβαιο και δυσκολονόητο: κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια… γίνονται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–